- νομίζω
- (ΑΜ νομίζω) [νόμος]1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ.γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.)2. έχω τη γνώμη, πιστεύω, φρονώ (α. «νομίζω ότι πρέπει να πας» β. «ἐποίει ἄλλα παρ' ἃ ἐνόμισεν», Πλάτ.)3. προσδοκώ, έχω την αντίληψη και περιμένω (α. «νομίζει ότι θα τόν προσλάβουν» β. «εἴ τοι νομίζεις ἄνδρα συγγενῆ κακῶς δρῶν οὐχ ὑφέξειν τὴν δίκην, οὐκ εὖ φρονεῑς», Σοφ.)4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) νενομισμένος, -η, -ο(ν)καθιερωμένος από τον νόμο ή από το έθιμονεοελλ.θεωρώ κάτι πιθανό, πιθανολογώ («νομίζω ότι θα έλθει»)μσν.1. αναγνωρίζω, ανακηρύσσω2. μεσ. νομίζομαι(με ενεργ. σημ.) φρονώ, πιστεύω3. φρ. «νομίζω καθ' ἑαυτόν» — σκέπτομαι, μελετώ, σχεδιάζωμσν.-αρχ.(για νομοθέτη) θεσπίζωαρχ.1. τηρώ συνήθεια που έχει τη δύναμη τού νόμου, αναγνωρίζω κάτι ως νόμο («τὴν δὲ πανήγυριν ταύτην ἐκ τοῡδε νομίσαι φασιν οἱ ἐπιχώριοι», Ηρόδ.)2. έχω συνήθεια, συνηθίζω («οὔτε τούτοις χρῆται, οὔθ' οἷς ἡ ἄλλη Ἑλλὰς νομίζει», Θουκ.)3. (σχετικά με νόμισμα) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ («έν Βυζαντίοις, ὅπου σιδαρέοισι νομίσμασιν νομίζουσι», Πλάτ.)4. υιοθετώ συνήθεια που παραλαμβάνω από άλλους («παρὰ δὲ Σκυθέων ἡμεῑς οἱ ἄλλοι νενομίκαμεν», Ηρόδ.)5. έχω σε εκτίμηση, εκτιμώ («ἠπιστάμην μὲν οὖν ὅτι οὔτε θεοὺς οὔτ' ἀνθρώπους νομίζει», Λυσ.)6. συχνάζω7. (συχνά ως απρόσ.) νομίζεταισυνηθίζεται8. παθ. κυβερνώμαι κατά παλαιούς νόμους ή παλαιά έθιμα9. (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ νομιζόμενατα έθιμα, οι συνήθειες10. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τo νομισθέντο έθιμο, το σύνηθες, το συνηθισμένο11. φρ. α) «νομίζω γλῶσσαν» ή «νομίζω φωνήν» — έχω σε κοινή χρήση μία γλώσσαβ) «νομίζοντα λέγειν» — μιλώντας με πλήρη πεποίθηση (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.